- βρεσιμιός
- -ά, -ό [βρέσιμο]1. εκείνος τον οποίο βρίσκει κανείς τυχαία2. το ουδ. ως ουσ. α) το βρεσίδιβ) έκθετο βρέφοςγ) αμοιβή που δίνεται σε κάποιον όταν βρει χαμένο αντικείμενο, τα εύρετρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.